- κατηθληκότες
- κατη̱θληκότες , καταθλέωwrestle down: perf part act masc nom /voc pl (attic epic ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
κατηθληκότες — κατη̱θληκότες , καταθλέω wrestle down perf part act masc nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθλώ — (I) καταθλῶ, άω (Α) 1. κατασυντρίβω, σπάζω σε πολλά κομμάτια 2. ευνουχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θλῶ «σπάζω»]. (II) καταθλῶ, έω (Α) 1. καταβάλλω, νικώ κάποιον 2. εξουσιάζω 3. ασκώ, γυμνάζω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) οἱ κατηθληκότες (για… … Dictionary of Greek